φαρμάκοις — φάρμακον drug neut dat pl φάρμακος poisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
былиѥ — БЫЛИ|Ѥ (58), ˫А с. 1.Собир. Дикорастущие растения, травы: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѩ. гл҃юще силоу нѣкоую б҃жствьноую имѣти... и ˫ако того ради чисти ˫а хотѩщемъ (τὰς...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
врачеваниѥ — ВРАЧЕВАНИ|Ѥ (42), ˫А с. 1.Лечение: ѥсть строупъ къ врачеванию и ѥсть инъ неицѣльныи Изб 1076, 208; врачеваниѥ ѥдино ѥсть. ѥже съдравоу. быти стражющюмоу (τῆς ἰατρικῆς) КЕ XII, 237б; пьси [не христиане] не вѣдоуще ни б҃а. ни въскресени˫а чающе. на … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
врачьба — ВРАЧЬБ|А (41), Ы с. 1.Лечение: безмѣздьна. врачьба предълежить въ странѣ... къ вама хромии влекоущесѩ. и скачюще ѡтъход˫ать. недоужьнии ицѣлѣють. и бѣсьноующесѩ бѣсъ избывають Стих 1156 1163, 74 об.; аще недоуга ради некоего. на ѡ(т)рѣзани… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTIRRHINUM vel ANTIRRHIZUM — ANTIRRHINUM, vel ANTIRRHIZUM herba olim multum ad Magicos usus adhibita. Ad famam enim et dignitatem comparandam aliquid facere, prodidêre nonnulli, apud Theophrastum Histor. Plantar. l. 9. c. 21. Εὔκλειαν γάρ φασιν ἀεὶ ποιεῖν τὸ ἀντίῤῥιζον… … Hofmann J. Lexicon universale
επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… … Dictionary of Greek
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μεταβάπτω — και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω) δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.) νεοελλ. (στον τ. ματαβάφω) βάφω για… … Dictionary of Greek
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek
προαναιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν 2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.) 3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων 4. μέσ. προαναιροῡμαι, έομαι συλλαμβάνω κάτι πρώτος 5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.… … Dictionary of Greek